- τύμβων
- τύμβοςsepulchral moundmasc gen plτυμβόωdecrepitusimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)τυμβόωdecrepitusimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βεργίνα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.246 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Βρίσκεται σε απόσταση 12 χλμ. από τη Βέροια. Στη Β. βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Μακεδονίας και όλης της … Dictionary of Greek
Manólis Andrónikos — Buste de Manólis Andrónikos Manólis Andrónikos (en grec moderne : Μανώλης Ανδρόνικος) est un archéologue grec, né à Bursa dans l actuelle Turquie le 23 octobre 1919 et mort le 30 mars 1992 à Thessalonique en Grèce. Il est princi … Wikipédia en Français
τυμβοφόνος — ον, Α αυτός που διενεργεί σύληση τών τύμβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + φόνος (< φόνος), πρβλ. τεκνο φόνος] … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Ανδρόνικος, Μανόλης — (Προύσα Μικράς Ασίας 1919 – Θεσσαλονίκη 1992).Αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής σε γυμνάσια (1941 49)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Κρικ — (Creek). Φυλή αυτοχθόνων της Αμερικής, της γλωσσικής οικογένειας μάσκογκι, που είχε αναπτύξει μία από τις πιο εξελιγμένες γεωργικές κοινωνίες της Βόρειας Αμερικής κατά τη διάρκεια του 18ου αι. Ήταν κυρίαρχη ομάδα σε μια ομοσπονδία που αριθμούσε… … Dictionary of Greek
Μασκογκίν — (Muskogean). Ομάδα αυτόχθονων φυλών της Βόρειας Αμερικής. Έως τον 18o αι. οι Μ. κατοικούσαν στην ανατολική πλευρά του κάτω ρου του Μισισιπή μέχρι τον ποταμό Τενεσί και μιλούσαν κατά βάση μία κοινή γλώσσα με επιμέρους διαλέκτους. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου ιδρύθηκε το 1983 κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Η περιήγησή σας στο μουσείο ξεκινά από το χώρο της αυλής. Στα δεξιά σας θα δείτε μια σειρά από μαρμάρινους βωμούς, που τοποθετούνταν πάνω από τους μακεδονικούς τάφους στη … Dictionary of Greek
Τσερβέτερι — (Cerveteri). Νεότερο όνομα της αρχαίας ετρουσκικής πόλης που το λατινικό της όνομα ήταν Caere (Κέρε)· βρισκόταν σε απόσταση 45 χλμ. από τη Ρώμη, στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους, 6 χλμ. από τη θάλασσα, με επίνεια το Πίργκι και το Άλσιουμ. Ήταν… … Dictionary of Greek